ξυλίζω

ξυλίζω
(Α το μέσ. ξυλίζομαι) [ξύλον]
νεοελλ.
1. δέρνω κάποιον με ξύλο, τού δίνω ξυλιές
2. (γενικά) δέρνω, χτυπώ
αρχ.
συλλέγω ξύλα, ξυλεύομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξυλίζω — ξύλισα, ξυλίστηκα, ξυλισμένος, δίνω ξυλιές: Θα σε ξυλίσω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυλισμός — ξυλισμός, ὁ (Α) [ξυλίζω] το μάζεμα ξύλων («ἐπὶ ξυλισμὸν ἐξεληλυθότας», Διον. Αλ.) …   Dictionary of Greek

  • ξυλιστής — ξυλιστής, ὁ (Α) [ξυλίζω] αυτός που κόβει ή συλλέγει ξύλα, ξυλοκόπος …   Dictionary of Greek

  • ξυλοκοπώ — άω (Α ξυλοκοπῶ, έω) [ξυλοκόπος] 1. δέρνω κάποιον χρησιμοποιώντας ξύλο, ξυλίζω, ξυλοφορτώνω, ραβδίζω («κἄν καταδικασθῇ, ξυλοκοπεῑται», Πολ.) 2. δέρνω κάποιον ανηλεώς αρχ. κόβω ξύλα, ιδίως από δάσος …   Dictionary of Greek

  • ξύλισμα — το [ξυλίζω] χτύπημα κάποιου με ξύλο, δαρμός …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • ξύλισμα — το, ατος η πράξη του ξυλίζω, ο δαρμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ραβδίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. χτυπώ με ραβδί, ξυλίζω: Παλιότερα στα σχολεία ράβδιζαν τους αμελείς ή άτακτους μαθητές. 2. χτυπώντας με ραβδί ρίχνω κάτω τους καρπούς δέντρου: Ο γεωπόνος τούς έλεγε να μη ραβδίζουν τα ελαιόδεντρα για να μαζέψουν τις ελιές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”